WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| drop out vi phrasal | informal, figurative (withdraw from [sth]) | εγκαταλείπω ρ μ |
| | | παρατάω ρ μ |
| | The driver of the car leading the race dropped out with engine trouble. |
| | Karen got into college, but she found the work too hard and dropped out in her first year. |
| | Ο οδηγός του προπορευόμενου οχήματος εγκατέλειψε τον αγώνα γιατί είχε μηχανικά προβλήματα. |
| drop out vi phrasal | slang, figurative (reject convention) | μη διαθέσιμη μετάφραση |
| | In the 60's, like so many young people in that era, he dropped out for a while and went to live in a hippy commune. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
dropout, drop-out n | slang ([sb]: left school) | αυτός που διακόπτει τη φοίτηση |
| | (καθομιλουμένη: σχολείο) | αυτός που παρατάει το σχολείο, αυτός που παρατάει το λύκειο |
| | (καθομ: ανώτερη εκπαίδευση) | αυτός που παρατάει τη σχολή, αυτός που παρατάει το πανεπιστήμιο |
| | It's hard for high school dropouts to get a good job. |
| | Είναι δύσκολο να βρουν δουλειά όσοι διακόπτουν τη φοίτησή τους στο λύκειο. |
| | Είναι δύσκολο να βρουν δουλειά όσοι παρατήσουν το λύκειο. |
dropout, drop-out n | slang ([sb]: rejects convention) (από τον συμβατικό τρόπο ζωής) | περιθωριακός ουσ αρσ |
| | | αρνητής του συστήματος έκφρ |
| | | αντισυμβατικός επίθ ως ουσ |
| | Dropouts make attractive boyfriends when you're a teenager, but as an adult you'll see they can be trouble. |
| | Όταν είσαι έφηβη οι περιθωριακοί είναι γοητευτικοί, αλλά ως ενήλικη θα δεις ότι μπορεί να γίνουν και μπελάς. |
dropout, drop-out n | slang ([sb]: leaves competition) (από διαγωνισμό) | αυτός που τα παρατάει περίφρ |
| | | αυτός που αποσύρεται περίφρ |
| | The dropouts just couldn't handle the competition anymore. |
| | Αυτοί που τα παράτησαν δεν μπορούσαν να διαχειριστούν πλέον τον ανταγωνισμό. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: